- καταρροϊκός
- -ή, -ο (Α καταρροϊκός, -ή, -όν) [καταρροή]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταρροή, αυτός που προκαλεί ρινικό κατάρρου2. αυτός που εμφανίζει συμπτώματα ρινικής καταρροής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταρροικός — καταρροϊκός , καταρροϊκός of a catarrh masc nom sg καταρροικός of a catarrh masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρροϊκός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην καταρροή, που προκαλεί καταρροή, που εμφανίζει συμπτώματα καταρροής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταρροικά — καταρροϊκά , καταρροϊκός of a catarrh neut nom/voc/acc pl καταρροϊκά̱ , καταρροϊκός of a catarrh fem nom/voc/acc dual καταρροϊκά̱ , καταρροϊκός of a catarrh fem nom/voc sg (doric aeolic) καταρροικός of a catarrh neut nom/voc/acc pl καταρροικά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρροικῶν — καταρροϊκῶν , καταρροϊκός of a catarrh fem gen pl καταρροϊκῶν , καταρροϊκός of a catarrh masc/neut gen pl καταρροικός of a catarrh fem gen pl καταρροικός of a catarrh masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρροικόν — καταρροϊκόν , καταρροϊκός of a catarrh masc acc sg καταρροϊκόν , καταρροϊκός of a catarrh neut nom/voc/acc sg καταρροικός of a catarrh masc acc sg καταρροικός of a catarrh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρροικοῖς — καταρροϊκοῖς , καταρροϊκός of a catarrh masc/neut dat pl καταρροικός of a catarrh masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρροικοί — καταρροϊκοί , καταρροϊκός of a catarrh masc nom/voc pl καταρροικός of a catarrh masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρροικοῦ — καταρροϊκοῦ , καταρροϊκός of a catarrh masc/neut gen sg καταρροικός of a catarrh masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρροικήν — καταρροϊκήν , καταρροϊκός of a catarrh fem acc sg (attic epic ionic) καταρροικός of a catarrh fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρροϊστικός — καταρροϊστικός, ή, όν (Α) [καταρροή] καταρροϊκός … Dictionary of Greek